Έτσι ονομάζεται η ανατριχιαστική οικονομική υποχρέωση των κορόιδων φορολογουμένων ή δανειζόμενων προς τα φιλόπτωχα ταμεία του Κράτους ή των Τραπεζικών Ιδρυμάτων. Ο υπόχρεος αφού έχει ξεπατωθεί στη δουλειά ένα ολόκληρο μήνα λαμβάνει οικονομική αποζημίωση του χρόνου ονομαζόμενη και ως μισθός, εάν είναι συνταξιούχος το αυτόν ονομάζεται σύνταξη, τα οποία αποτελούν το βασικό παράγοντα πλήρωσης της δόσης. Συνήθως ο μισθός ή η σύνταξη αποτελούνται από δίαφορες δόσεις που υποχρεούται ο δύσμοιρος να εξοφλήσει με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σάλιο το πρώτο δεκαπενθήμερο και ο δύσμοιρος να υποχρεούται να επιβιώνει με ωμό αέρα.
Έτσι ονομάζεται η ανατριχιαστική οικονομική υποχρέωση των κορόιδων φορολογουμένων ή δανειζόμενων προς τα φιλόπτωχα ταμεία του Κράτους ή των Τραπεζικών Ιδρυμάτων. Ο υπόχρεος αφού έχει ξεπατωθεί στη δουλειά ένα ολόκληρο μήνα λαμβάνει οικονομική αποζημίωση του χρόνου ονομαζόμενη και ως μισθός, εάν είναι συνταξιούχος το αυτόν ονομάζεται σύνταξη, τα οποία αποτελούν το βασικό παράγοντα πλήρωσης της δόσης. Συνήθως ο μισθός ή η σύνταξη αποτελούνται από δίαφορες δόσεις που υποχρεούται ο δύσμοιρος να εξοφλήσει με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σάλιο το πρώτο δεκαπενθήμερο και ο δύσμοιρος να υποχρεούται να επιβιώνει με ωμό αέρα. Προέρχεται από τη λέξη δίνω που σημαίνει: "Είμαι τόσο ανόητος που μοιράζω τα αγαθά μου με άλλους, ο οποίοι συνήθως έχουν αγαθά περισσότερα από αυτά που τους δίνω εγώ αλλά δεν πειράζει και τι να κάνουμε", στα ελληνικά. Η δόση εμφανίζεται σατανικά με το ταχυδρομείο σε μορφή επιστολής και κάνει παρέα με άλλα κακόβουλα πλάσματα που ζουν στο ταχυδρομικό κουτί όπως ο λογαριασμός της ΔΕΗ, τα κοινόχρηστα και ο λογαριασμός τηλεφώνου που και αυτά είναι μεταμφιεσμένα σε αθώες επιστολές. Οικογενειακά η δόση είναι αδερφή της οφειλής και του χρέους, κόρη του δανείου και παντρεμένη αρμονικά με τον Τόκο Υπερημερίας.